- κεβλήγονος
- κεβλήγονος, -ον (Α)1. (για την παπαρούνα) αυτός που έχει το σπέρμα στην κεφαλή («μήκωνος κεβληγόνου δάκρυ»)2. φρ. «κεβλήγονος Ἀτρυτώνη» — η Αθηνά, που γεννήθηκε από την κεφαλή τού Διός.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεβλή* + -γόνος (< γόνος < γίγνομαι «γεννιέμαι»), πρβλ. αρχέ-γονος, θεό-γονος].
Dictionary of Greek. 2013.